φτάκοιλο

φτάκοιλο
το чёрный виноград (один из сортов)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φτάκοιλο" в других словарях:

  • φτάκοιλο — φτάκοιλο, το και φτακοίλι, το βλ. εφτάκοιλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φτάκοιλο — το, Ν το εφτάκοιλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτάκοιλο «ποικιλία σταφυλιού ή κλήματος που καρποφορεί περισσότερο από μία φορά τον χρόνο», με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε ] …   Dictionary of Greek

  • φτακοίλι — το, Ν φτάκοιλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτάκοιλο, κατά τα ουδ. σε ι] …   Dictionary of Greek

  • φταφόρι — το, Ν φτακοίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφτά * με επιτ. σημ. + φόρι (< φέρω, πρβλ. εύ φορος), με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε (πρβλ. και λ. φτάκοιλο)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»